- ηνεμόεις
- ἠνεμόεις, δωρ. τ. ἀνεμόεις, -εσσα, -εν (Α)1. αυτός που προσβάλλεται από τους ανέμους («δι' ἄκριας ἠνεμοέσσας», Ομ. Οδ.)2. (για ιστίο) αυτός που φουσκώνει από τον αέρα3. (για κίνηση) ορμητικός, σφοδρός4. γρήγορος σαν τον άνεμο («λαγωὸς ἠνεμόεις», Νίκ.)5. (μτφ. για σκέψη ή γνώμη) αυτή που πετάει ψηλά ή είναι γρήγορη σαν τον άνεμο, επομένως υψηλή («ἀνεμόεν φρόνημα», Σοφ.)6. αυτός που σείεται από τον άνεμο («ἐρινεὸν ἠνεμόεντα», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού ανεμόεις].
Dictionary of Greek. 2013.